ΟΝΕΙΡΟ.
Συνάντησα έναν άνθρωπο που μου θύμισε τα όνειρά μου.
Αυτά που έκανα όταν ήμουν παιδί.
Μωρό.
Βασικά…
ένα ήταν το όνειρο.
Ένα και μόνο.
Το πιο μεγάλο.
Το πιο όμορφο.
Το όνειρο καημός.
Γιατί πέθανε μερικά χρόνια πριν.
Ήθελα να γίνω ίδιος με τους γονείς μου.
Να τους μοιάζω.
Να μοιραζόμαστε το μεγαλύτερο κοινό όλων μας.
Αυτό που δένει όλους τους ανθρώπους.
Τους συνανθρώπους μας.
Να μιλάμε.
Να μιλάω.
Το όνειρό μου ήταν να μιλάω σαν κι εκείνους.
Να μιλάω.
Και ξεκίνησα.
Είπα τις πρώτες μου λέξεις.
Πολύ μικρός.
Όπως τα πρώτα μου βήματα.
Κάποιες φορές όμως κάτι δεν ήταν όπως το περίμενα,
όπως το περίμεναν.
Κόμπιαζα κάποιες φορές.
Έχανα κάποιες φορές τη λαλιά μου.
Και οι λέξεις σταμάταγαν.
Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου συμβαίνει.
Όταν ο φόβος αγκάλιασε ψυχρά τους γονείς μου,
ο κόμπος στο στόμα,
στο λαιμό
και στο μυαλό μου,
γινόταν όλο και πιο μεγάλος.
Με έπνιγε.
Μαύριζε την καρδιά και κάθε μου σκέψη.
Τότε…
Οι λέξεις
μία – μία,
Ομάδες – ομάδες,
άρχισαν να χάνονται,
να πεθαίνουν.
Τότε το όνειρό μου αρρώστησε.
Μείναν μόνο λίγες λέξεις πια.
Μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Και κάποιες ξένες.
Πολύ ξένες.
Και το όνειρό μου αρρώστησε ακόμα πιο βαριά.
Και οι λίγες λέξεις σβήσαν κι αυτές.
Μείναν οι ξένες.
Για λίγο.
Έπειτα σβήσαν κι αυτές.
Και πέθανε το όνειρό μου.
Έχασα το σπίτι μου.
Ένιωσα ξένος.
Σε ξένη χώρα.
Πολύ ξένος.
Το κοινό που έπρεπε να ενώσει εμένα και τους γονείς μου χάθηκε.
Πέθανε το όνειρό μου.
Για πάντα.
Κοίταξα μερικά πρόσωπα.
Έχασα και αυτή την ικανότητα.
Να κοιτάζω στα μάτια.
Όμως έπρεπε κάπου να κοιτάξω.
Να ζητήσω βοήθεια.
Κοίταξα τους δασκάλους μου.
Κοίταξα τους ειδικούς.
Είχα πολλούς.
Τους ζήτησα
,με τα μάτια,
να αναστήσουν το όνειρό μου.
Ψυχρά.
Όπως την αγκαλιά που σκοτείνιασε για πρώτη φορά τα πρόσωπα των γονιών μου,
μου έδειξαν,
μου έμαθαν,
με έπεισαν,
πως το όνειρο δεν θα ξυπνήσει ποτέ πια.
Έτσι απλά.
Έτσι ψυχρά.
Ούτε να πενθήσω δε με άφησαν.
Ήταν σαν να μην τους ένοιαζε.
Η ψυχρότητά τους μου θύμιζε Χειμώνα.
Τότε κοίταξα τους γονείς μου στα μάτια.
Μόνο αυτούς μπορούσα να κοιτάξω πια.
Φευγαλέα.
Ήθελα να ξυπνήσουν το όνειρό μου.
Όμως εκείνοι ήταν πιο τρομαγμένοι πια κι από έμενα.
Και ρουφούσαν κάθε λέξη από εκείνους τους ειδικούς.
Τους ψυχρούς.
Τους Χειμώνες.
Μέχρι…
Που τους έπεισαν κι αυτούς.
Πως δεν θα μιλήσω ποτέ.
-Κάποιος είπε «Ξεγράψτε τον!» –
Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Κι έμεινα μόνος.
Παιδάκι ήμουν τότε.
Όμως είχα καρδιά ενήλικα.
Οι εμπειρίες βλέπετε…
Δεν είχα που να κοιτάξω.
Κοιτούσα μόνο εμένα.
Και πάλι εμένα.
Μέχρι που πείστηκα κι εγώ.
Δεν θα μιλήσω ποτέ!
και πήγα να θάψω το όνειρό μου!
Εκείνο,
το πιο μεγάλο,
το πιο όμορφο.
Εκείνο που έγινε καημός.
Για αρκετά χρόνια είχα σχεδόν ξεχάσει την φωνή μου.
Και οι δικοί μου το ίδιο.
Μέχρι που ήρθε εκείνος ο άνθρωπος.
Ο άνθρωπος που ανέστησε το όνειρο στη μαμά και στον μπαμπά μου.
Και μου τον γνώρισαν.
Ένας χορός δυνατός ξεκίνησε από μέσα και προς τα έξω βγήκε.
Και αρχίσαμε μαζί να χορεύουμε.
Το χορό των λέξεων.
Σε λίγες ώρες είχα μάθει τα βήματα.
Ο ένας ήχος έφερε τον άλλο.
Το ένα βήμα το άλλο.
Και ήρθαν οι λέξεις.
Στήθηκε χορός.
Και να το!
Κλαίω από χαρά.
Κλαίει κι εκείνος.
Ο άνθρωπος που μου έμαθε το χορό.
Και να το!
Να το!
Το όνειρο ξύπνησε ξανά.
Να το.
Καλώς ήρθες όνειρο!
Καλώς ήρθες.
Ήρθε και ο μπαμπάς.
Ήρθε και η μαμά…
Να με δουν που χορεύω.
Με είδαν.
Καλώς ήρθες όνειρο!
Καλώς ήρθες.
Ευάγγελος Σπ. Μποχατζιάρ
(c) All rights reserved. mpoxatziar.gr 2021