ΜΠΑΜΠΑΔΕΣ.
Τη μυρίζομαι την αγάπη της.
Τρέχει να με πιάσει!
Όμως εγώ είμαι, δήθεν, πιο γρήγορος.
Τρέχω σαν ατσούμπαλο, δίποδο τέρας, κάτι μεταξύ καμήλας και πιγκουίνου, επιεικώς πάντα.
Και όταν φτάνει από πίσω μου,
δυστυχώς η μάνα γη αποφάσισε να την αναποδογυρίσει και να τη σύρει στη σάρκα της…
Για την μικρή μου κορούλα μιλάω που με κυνηγά.
Χωρίς να την βλέπω,
χωρίς να σκύψω,
χωρίς να γυρίσω χιλιοστό το σώμα μου,
την αρπάζω από τη μασχάλη και αιωρείται μαζί με το χέρι μου…
Δεν κατάλαβε τίποτα!
Κατάλαβε όμως ο νεαρός από πίσω με την κοπελιά του:
«Ρε φίλε, κοιτά ο μπαμπάς μπροστά, πως το μυρίστηκε ότι θα πέσει και πως την έπιασε χωρίς να τη βλέπει…;»
Συζητούν μεταξύ τους.
Στέκομαι
και μόλις με φτάνουν συνεχίζει ο νεαρός,
σε εμένα αυτή τη φορά:
«Τι κάνετε εσείς οι μπαμπάδες….»
Χαμογελά.
Χαμογελώ κι εγώ.
Και συνεχίζω μονολογώντας:
Έτσι είμαστε εμείς οι μπαμπάδες.
Είμαστε πάντα εκεί και δεν είμαστε ποτέ!
Φοβόμαστε αλλά δεν φοβόμαστε ποτέ.
Βουρκώνουμε και κλαίμε απ’ έξω ή από μέσα αλλά δε λυγίζουμε ποτέ.
Πονάμε αλλά δε κουραζόμαστε ποτέ.
Σταματάμε μα δεν εγκαταλείπουμε ποτέ.
Στεναχωριόμαστε πολύ αλλά δεν είμαστε ποτέ λυπημένοι.
Όταν πεινάτε εσείς, εμείς έχουμε ήδη χορτάσει.
Και δεν είστε μόνο εσείς είναι και η μητέρα σας που πρέπει να έχουμε βασίλισσα.
Είναι και ο κόσμος γύρω σας που πρέπει να φτιάξουμε στα μέτρα σας.
Είναι και το χώμα που πρέπει να ισιώνουμε συνεχώς,
με τα χέρια,
με τα πόδια,
με τα γόνατα
και δεν είναι ανάγκη να μας βλέπετε,
δεν χρειάζεται να ξέρετε.
Για να μην κινδυνέψετε να σκοντάψετε ποτέ στη ζωή σας όλη.
Για όσο υπάρχουμε μα και μετά, που δεν θα ζούμε μα θα υπάρχουμε
για να σας γραπώνουμε,
έτσι…
ταχυδακτυλουργικά,
μαγικά,
αγαπημένα,
μοναδικά.
Όπως μόνο εμείς οι μπαμπάδες,
ξέρουμε!
Γιατί έτσι είμαστε εμείς…
Οι μπαμπάδες!
Για εσάς που γεμίζετε καφέ πινελιές το τραπέζι με χρώμα από τον καφέ μας…
Bochatziar Sp. Evangelos