• 108

 

 

 

Kαλή εβδομάδα με το φίλο μου το Νικηφόρο.
Προχθές προσπαθούσα να πάρω το όνομα του Νικηφόρου από τα χείλη του.
Του ήταν πραγματικά δύσκολο.
Προσπαθούσε πάρα πολύ.
Τραβούσε τα “μαγικά ” μου χέρια προς το στόμα του για να του δείξω τον τόπο και τον τρόπο άρθρωσης έτσι ώστε να απαντήσει στην προηγηθείσα ερώτησή μου :
“Πως σε λένε;”
Όμως εγώ σε εκείνη την παραγωγή ήθελα να το κάνει ολομόναχος.
Μετά πλησίασε το πρόσωπό του στα χέρια μου, τα χείλη του στα δάχτυλά μου.
Απεγνωσμένα μου φώναζε με όλο του το είναι:
ΚΑΝΕ ΜΕ ΝΑ ΤΟ ΠΩ!
Τα μάτια του έλαμπαν πιο πολύ από κάθε άλλη φορά.
Η λαχτάρα του να μιλήσει ήταν σαν να πίεζε τα μάτια του προς τα έξω και όλο και πιο πολύ με λάμψη τα γέμιζε.
Τίποτα ακόμα.
Ανασηκώνεται ελαφρώς.
Γέρνει το κεφάλι του δεξιά.
Γέρνει αριστερά.
Και λοξά.
Σαν να παίρνει μέτρα.
Και προσπαθεί να βάλει το κεφάλι του στο στόμα μου μέσα για να αρθρώσει με το δικό μου στόμα.
Ήταν η λαχτάρα του, η θέλησή του να μου απαντήσει που πλέον δεν ήταν απλή λαχτάρα.
Δεν ήταν απλή θέληση.
Ήταν κάτι χειροπιαστό.
Είχε σάρκα και οστά.
Είχε ζωή, ήταν ζωντανό όλο αυτό.
Ήταν ζωντανή η λαχτάρα.
Ήταν σαν να μπορούσες να την ακουμπήσεις,
να την μυρίσεις,
να την γευτείς,
να την ακούσεις,
να την αισθανθείς…
Γύρισα του κεφάλι μου και με τη μητέρα του γουρλώσαμε και οι δυο τα μάτια μας.
“Νικηφόρος!”
Τα κατάφερε τελικά.
Μποχατζιάρ Σπ. Ευάγγελος (c)All rights reserved. mpoxatziar.gr2022
en_GB
0
    0
    Cart
    Το καλάθι είναι άδειοΕπιστροφή στο βιβλίο