• 102

Ήταν κάποτε η Μαρτίνα.
Ελαφρώς κατσαρά τα μαλλιά της, λίγο πιο κάτω από τους ώμους. Γουρλωτά μάτια, καστανά.
Είχε μερικά παραπάνω κιλά και στίγματα στο πρόσωπό της.
Το χρώμα του δέρματός της μελαμψό.
Αυτιστική.
Τα παιδιά στη γειτονιά είχαν μαζευτεί σε ομάδες και τάιζαν τη φαντασία τους με κάθε λογής παιχνίδι. Ήταν όλα πολύ δεμένα μεταξύ τους, σαν ένα.
Εκείνη στεκόταν στην κορυφή ενός αμμόλοφου από εργοτάξιο. Γαργάλαγε μια πέτρα κάνοντας τάχατες πως θα την αρπάξει, μα δεν το’ κανε ποτές.
Είχε κολλήσει το βλέμμα της σε εκείνα τα ξερά φύλλα που νικούσαν τους νόμους της βαρύτητας. Κι όταν ο άνεμος τα πήρε μαζί του εκείνη κατρακύλησε αδέξια στην άμμο και τα ακολούθησε πιστά.
Έμοιαζε να τα αγαπάει.
Έμοιαζε να ήταν ένα με τα φύλλα, όπως ήταν τα παιδιά της γειτονιάς μεταξύ τους.
Της μιλούσαν θαρρείς. Η Μαρτίνα δε μιλούσε. Ούτε γελούσε.
Μόνο έτρεχε πίσω από εκείνα τα ξερά φύλλα. Πίσω από κάθε ξερά φύλλα που νικούσαν τη βαρύτητα. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι τους έβρισκε.
Η μητέρα της, μια ταπεινή κυρία, την φανταζόταν ενήλικη να χορεύει πιασμένη χέρι – χέρι με την αγαπημένη της φίλη και να φοράνε και οι δυο τους άσπρα φουστανάκια, σαν παιδικά. Να έχουνε κι από δυο παιδιά η καθεμιά να τις χαζεύουν με απορία. Και έδενε μια τούφα από τα μαλλιά της σφιχτά στο μικρό δάχτυλό του δεξιού χεριού της.
Ο πατέρας της, ένας λιγομίλητος άνδρας, χόρευε μονάχος αγκαλιά με ένα ποτήρι ξανθό ποτό.
Προσεύχονταν που και που.
Έτρεχαν, άλλαζαν, δοκίμαζαν αυτό. Και το άλλο. Κι ύστερα άλλο ένα.
Η Μαρτίνα ήταν πάντα η ίδια. Το κορίτσι που κυνηγούσε τα ξερά φύλλα.
Δεν είδαν ποτέ κορίτσι ούτε αγόρι δίπλα της. Και έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια.
Κάποιο βράδυ η Μαρτίνα καθόταν στο περβάζι του παραθύρου της.
Ένα καφετί φύλλο χορεύοντας με τον φθινοπωρινό άνεμο κοντοστάθηκε μπροστά της. Έκανε μια καλλιτεχνική πιρουέτα και συνέχισε το ταξίδι του. Σαν να την κάλεσε μαζί του.
Ευθύς εκείνη, πήδηξε και με στρατιωτικό βήμα, βιαστικό, το ακολούθησε. Δεν φοβόταν το σκοτάδι η Μαρτίνα. Ούτε τη μοναξιά. Μόνο τον κόσμο φοβόταν.
Και χαμήλωνε το μπόι της μην κάνει και συναντηθεί τo βλέμμα της με κανέναν περαστικό. Κάποιες φορές σερνόταν για να είναι ασφαλής από θανατηφόρα βλέμματα. Όλα τα βλέμματα ήταν θανατηφόρα.
Το καφετί φύλλο χώθηκε ανάμεσα στα παπούτσια ενός κιθαρίστα που κένταγε με τα δάχτυλα του νότες. Η Μαρτίνα στάθηκε. Λύγησε το ένα πόδι κι ύστερα κάθισε κοντά του. Τον κοίταξε στα μάτια και τα μάτια της έλαμψαν. Κούνησε μερικές φορές το κεφάλι της ρυθμικά. Και το ένα χέρι μετά. Και λίγο το σώμα.
Και μετά ήρθε ένα παιδί και έκατσε κοντά της. Μετά κι άλλο ένα. Κι άλλο μετά.
Και κάνανε παρέα.
Η Μαρτίνα δε μίλησε ποτέ. Όμως χαμογέλασε. Και χόρεψε. Και κοίταξε στα μάτια.
Η ταπεινή κυρία και ο λιγομίλητος άνδρας δεν το έμαθαν ποτέ.

-Πριν γράψω αυτή την ιστορία την είπα σε έναν πολύ δικό μου άνθρωπο.
«Άκουσε μια ιστορία…» του είπα. «Εσύ ποτέ δε βαριέσαι!»
«Λογοθεραπευτής δε γίνεσαι, ΓΕΝΝΙΕΣΑΙ!»
Μου είπε. Και ξεκίνησα το γράψιμο. –

ΚΑΛΗ ΑΝΟΙΞΗ ΒΡΕ ΠΑΙΔΙΑ!!!

Bochatziar Sp. Evangelos
Λογοθεραπευτής, Ειδικός Παιδαγωγός – Ιrlen Diagnostician – Clinic Director – trainer, INPP Sc. P.
©All rights reserved. mpoxatziar.gr2021. Με την επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.

en_GB
0
    0
    Cart
    Το καλάθι είναι άδειοΕπιστροφή στο βιβλίο