• 103

 

 

 

ΤΙ ΘΕΣ ΝΑ ΘΕΡΑΠΕΎΣΕΙΣ;
Τι θες να αλλάξεις;

Να εξαφανίσεις,
τι;
Φώναξες πολλές φορές το όνομά μου και δε γύρισα ποτέ.
Τότε σκέφτηκες πως δεν ακούω.
Και μου μίλησες πιο δυνατά.
Κι άλλο κι άλλο!
Κι άλλο.
Και τσίριξες.
Ήρεμος ήμουν, πράος.
Άγγελο με έλεγες. Μα…
Δεν μπορούσες να πάρεις κάτι από την ηρεμία μου.
Κρυφά μέσα σου ευχήθηκες να ήμουν καλύτερα κωφός.
I know.
Κάτι φοβήθηκες χειρότερο από την κώφωση.
Έβαζες τα χέρια σου και το κεφάλι σου μπροστά στα μάτια μου. Έβαζες και ολόκληρο το σώμα. Κι όμως δε σε είδα ποτέ.
Σκέφτηκες μήπως δεν μπορώ να δω. Ήταν στιγμές που θα προτιμούσες να ήμουν τυφλός.
Παρηγορήθηκες.
Πνιγόσουν σε ωκεανούς από δάκρια και ανησυχίες.
Κάτι φοβόσουνα χειρότερο.
Μύριζα σαν τρελός το άρωμά σου ξανά και ξανά και παρακάλαγες να ήμουν αλλεργικός.
Στο άρωμα, στο ρούχο, στο δωμάτιο, στο σπίτι, σε όλα…
σε κάτι.
Κάτι φοβόσουν.
Κι ότανε κύκλους έκανα. Κι ότανε περπατούσα στις μύτες σκέφτηκες τα κόκαλά μου.
Φοβόσουν.
Κι όταν σταμάτησα να τρώω φοβήθηκες για το στομάχι μου.
Και ξεψάχνιζες βιβλία.
Ρωτούσες.
Φοβόσουν,
σα μωρό παιδί.
Φοβόσουν.
Κι όταν στα ζεστά σου χέρια κράτησες την διάγνωσή μου,
πάγωσε το βλέμμα σου.
Είπες πως πέθανες.
Έγραφε για το χειρότερο.
Ναι, εκείνο που φοβόσουν.
Τσαλάκωσες το χαρτί και το σιδέρωσες πάλι.
Το διάβασες ξανά και ξανά. Το έβρεξες με δάκρυα μα τα γράμματα δεν ξεθώριασαν ποτέ.
Με κράτησες από το χέρι.
Με κοίταξες καλά στα μάτια.
Δε σε κοίταζα.
Έβλεπα όμως.
Έβλεπα πως κοιτούσες μια το χαρτί και μια τα μάτια μου.
Τα αστέρια σου, όπως αποκαλούσες.
Σταμάτησες να μου μιλάς.
Σταμάτησες να μιλάς.
Να γελάς.
Να χορεύεις.
Να τραγουδάς.
Έτσι κι αλλιώς δε σε άκουσα ποτέ.
Σε καταλάβαινα όμως.
Μου έλειψε η φωνή σου. Και οι κραυγές αγωνίας σου μου λείψαν κι αυτές.
Το σιωπηλό σου πένθος πέθαινε κι εμένα μαζί.
Ήθελες να με αλλάξεις.
Ήθελες να αλλάξεις τη θέση της θάλασσας, το ύψος των βουνών.
Ήθελες να μου μάθεις μια γλώσσα για να μιλάμε μαζί.
Έψαχνες, έψαχνες πολύ.
Με κρατούσες απ’ το χέρι.
Δοκίμασες. Δοκίμασες πολύ.
Δοκίμασες πολλά.
Δε σου μίλησα ποτέ.
Ήθελες να ξεχάσεις.
Ήθελες να διαγράψεις.
Να εξαφανίσεις.
Τι;
Εκείνο το χειρότερο που φοβόσουν.
Που έτρεμες.
Με κοιτούσες ξανά στα μάτια και ήθελα να σε ταξιδέψω μα δεν ήσουν εκεί.
Χαθήκαμε.
Κι ενώ είχα όλες μου τις αισθήσεις δεν μπορούσα να αισθανθώ.
Ένιωθα όμως.
Έψαχνες μέρη, έβρισκες λόγια, γύρευες λέξεις.
Για να με μάθεις να μιλώ. Και να μιλάμε παρέα.
Ήθελες να μου μάθεις μια γλώσσα.
Και μου κρατούσες το χέρι σφιχτά.
Εκείνο το βράδυ δε κλείσαμε μάτι. Και μου κρατούσες το χέρι.
Φύλαξες το χαρτί που σου πάγωσε το βλέμμα.
Κοιτούσες μόνο εμένα.
Σε κοίταξα.
Κι έκανες γιορτή την άλλη μέρα.
Κι ας μη σε κοίταξα ξανά.
Θαρρείς ένα μου βλέμμα ζητούσες.
Και σταμάτησες.
Δεν ήθελες.
Να θεραπεύσεις.
Να αλλάξεις.
Να διαγράψεις
ούτε να αλλάξεις.
Να εξαφανίσεις δεν ήθελες.
Ο αυτισμός μου ήμουν εγώ.
Μου κράτησες το χέρι.
Δάκρυσες και δάκρυσα κι εγώ.
Και κάναμε μαζί γιορτή.
Ήθελες να σου μάθω τόσα…
κι άλλα τόσα.
Για την αυτιστική μου γλώσσα.
Καλώς ήρθες μαμά.
Καλώς ήρθες μπαμπά.
Καλώς ήρθες φίλε!
Και δε δακρύσαμε ποτέ ξανά.

Γονείς Αυτιστικών παιδιών:
Το ότι φέρατε ένα αυτιστικό παιδί στον κόσμο σας κάνει να ξέρετε πολύ καλά πως είναι να μεγαλώνεις έναν αυτιστικό. ΌΧΙ ΠΩΣ ΝΙΩΘΕΙ ΕΝΑΣ ΑΥΤΙΣΤΙΚΟΣ.
Γι αυτό μην κατηγορήσετε ποτέ τον εαυτό σας…
Με πολλή αγάπη και εκτίμηση στο πρόσωπό σας.

Bochatziar Sp. Evangelos
Λογοθεραπευτής, Ειδικός Παιδαγωγός – Ιrlen Diagnostician – Clinic Director – trainer, INPP Sc. P.
©All rights reserved. mpoxatziar.gr2021. Με την επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.

en_GB
0
    0
    Cart
    Το καλάθι είναι άδειοΕπιστροφή στο βιβλίο