Ήτανε κάτι μέρες, μήνες… που τριγυρίζαμε από δω κι απο’ κει.
Για να φτάσει η μεγάλη ώρα.
Ή θα μας θάψει ζωντανούς ή θα μας δώσει φτερά να πετάξουμε. Λες και αυτό το χαρτί ήταν σωτηρία ή θάνατος. Λες και αυτό περιμέναμε.
Κι όμως…το περιμέναμε.
Τέλος πάντων!
Ήρθε.
Η διάγνωσή σου:
ΑΥΤΙΣΜΟΣ…
Στάθηκα πάνω στο πλατύσκαλο στην είσοδο για την δουλειά μου. Είχα αργήσει τρία λεπτά.
Είχε πέντε σκαλιά πιο κάτω.
Το βλέμμα μου είχε καρφώσει το φρεσκοσιδερομένο πουκάμισό μου και τα πόδια μου, θαρρείς καρφωμένα, δε με άφηναν να κάνω βήμα. Φύσαγε.
Έμοιαζε το κεφάλι μου να ζυγίζει περισσότερο από το σώμα μου ολόκληρο.
Σχεδόν κοιμόμουν, σαν να είχα πέσει σε κόμμα.
Έβγαλα από το πέτο μου τα μαύρα γυαλιά μου.
Αγριοκοίταξα τα σύννεφα που καταπίναν την βροχή τους εκνευριστικά. Αναποφάσιστα, έκοβαν αμήχανες βόλτες δεξιά και αριστερά -τα σύννεφα- και αυτό ήταν που με τρέλαινε μαζί με το χαρτί που κρατούσα στα χέρια μου.
Το δικό σου χαρτί. Η ταυτότητά σου. Καταραμένη…
Κι εκεί που κουβέντιαζα με τον εαυτό μου για αυτήν…
Χτυπώ ρυθμικά το δεξί μου πόδι με νεύρο, τέσσερις φορές.
Σφίγγω τα δάχτυλα και των δύο χεριών μου, ίδρωτα γεμίσαν.
Γίνεται η αναπνοή μου ρηχή, κοφτή,
λαχανιασμένη,
μου λέει τι να κάνω!
Κάτι επαναστάτριες φλέβες δεξιά του λαιμού μου ζωγράφιζαν ποταμούς που πηγαινοέρχονταν.
Πήδηξα και τα πέντε σκαλιά και άρχισα να τρέχω. Οι μαυρισμένες πέτρες της ασφάλτου, τα ζιζάνια στο πλάι του δρόμου, τα συνθήματα στους βρώμικους τοίχους της πόλης μου, αναστατωμένα, όλα, δεν έβγαζαν άχνα.
Παρά μόνο μου φώναζαν «Χτυπά τα, μην τα λυπάσαι!»
Κι εννοούσαν τα πόδια μου.
Κι όλο και πιο δυνατά έτρεχα. Όλο περισσότερη δύναμη έβρισκα μέσα μου για να χτυπάω την καταραμένη Γη που πατούμε.
«Χτυπά τα, χτύπα τα κι άλλο!»-τα πόδια-
«Καθόλου, μην τα λυπάσαι!»
Ήμουν πιο δυνατός και πιο αδύναμος από ποτέ!
Θηρίο και σκουπίδι μαζί. Μισούσα τους πάντες και έβλεπα το πρόσωπό σου παντού μπροστά μου.
Το πρόσωπό σου ΓΙΕ μου!
Και με πήρανε τα κλάματα από τα μούτρα!
Με λυγμούς, με αναφιλητά σαν τις μοιρολόγι στρες! Έκλαιγα.
«Εσύ μη σταματάς! Χτύπα τα!»
Μέχρι να ανοίξει η Γης ή να τα κομματιάσω.Το σακάκι μου χόρευε κοροϊδευτικά και με δυο κινήσεις το πέταξα στην άκρη του δρόμου. Πέταξα και τα μαύρα μου γυαλιά και ορκίστηκα ,ποτέ μα ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ… να μην ξανά κρύψω το μεγάλο μου πένθος που τόσους μήνες κάθε μέρα είναι και χειρότερη. Ούτε τα δακρυά μου! Ήθελα να σκίσω όλα μου τα ρούχα. Ήθελα να σκίσω και το δέρμα μου.
«Χτύπα τα, χτύπα τα, χτύπα!»
Δε σε βλέπω πια γιε μου, δε σε βλέπω… μόνο αυτισμό και διαγνώσεις βλέπω, παντού. Στα δαχτυλάκια σου, στα πόδια, στα χεράκια σου…
στο πρόσωπο, στα μάτια και στο χαμόγελο σου. Στο κλάμα και το γέλιο σου. Δεν είσαι εσύ. Μόνο ο αυτισμός είναι. Σε όλα αυτισμός. Παντού αυτισμός και τίποτ’ άλλο.
Συγχώρεσέ με που δεν μπορώ να σε δω πια. Συγχώρεσέ με γιε μου που δεν είμαι πατέρας δίπλα σου, συγχώρεσέ με που χάθηκες και χάθηκα.
«Χτύπα τα, χτυπά τα!»
Έτρεχα με όλη την δύναμη του κόσμου χωρίς πόνο, χωρίς κούραση, χωρίς να το έχω ξανακάνει κι ας έχω περάσει τα σαράντα. Ούρλιαζα που και που σαν αγρίμι.
Χτυπούσα τα πόδια μου στη Γη. Θαρρείς έπαιρνα την εκδίκηση μου. Μόνο που κατά βάθος κάτι άλλο γινόταν. Κι έκλαιγα και λύγιζα και ήθελα να τα τελειώσω όλα. Να τελειώνω με όλα.
Δεν υπήρχε τίποτα πια. Δεν υπήρχες ούτε κι εσύ γιε μου, τίποτα.
Συγχωρεσέ με.
Συγχώρεσέ με που δεν τιμώ τα παντελόνια που φορώ. Συγγνώμη.
«Χτύπα τα, χτύπα τα!»
Κι άρχισα να βγαίνω από την πόλη.
Οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπαν.
«Χτύπα τα, χτύπα τα!»
Μετά τα ξέχασα όλα και ξέχασα γιατί άρχισα να τρέχω.
«Χτύπα τα!»
Και τα δάκρυα ξεραίνονταν στο αναμμένο πρόσωπό μου. Με καίγαν.
Κάπου εκεί, μακρυά από τον θόρυβο της πόλης, μακρυά από τους ανθρώπους, σωριάστηκα σε μιαν άκρη.
Κάπου – κάπου κοβόταν η αναπνοή μου σαν μωρό που το παίρνει το παράπονο.
Και άρχισε να βρέχει.
Τρυφερά στον ώμο, με τα ακροδάχτυλά του, με ξύπνησε. Ήταν το πρώτο φως της μέρας και έτσι…
έγινα ξανά,
πατέρας.
Αγόρασα καινούργια μαύρα γυαλιά.
Χρόνια μας πολλά, ΠΑΤΕΡΑΔΕΣ!
Evangelos Bochatziar
©All rights reserved. mooxatziar.gr2023